αμαγνήτιστος

αμαγνήτιστος
-η, -ο [μαγνητίζω]
1. αυτός που δεν μαγνητίστηκε ή δεν μπορεί να μαγνητιστεί
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γοητεύεται, δεν έλκεται από άλλον σαν από μαγνήτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”